προσορώ

προσορώ
(I)
-άω Α [ὁρῶ]
(το ενεργ. και μέσ.) βλέπω προς κάποιον ή κάτι, προσβλέπω («οὐδ' αὐγὰς προσορῶν τέρπεται ἠελίου», Μίμν.).
————————
(II)
-έω, Α [πρόσορος]
είμαι πρόσορος* με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω («τοὺς προσοροῡντας τῇ Μακεδονίᾳ Θράκας», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσορῶ — προσοράω look at pres imperat mp 2nd sg προσοράω look at pres subj act 1st sg (attic epic ionic) προσοράω look at pres ind act 1st sg (attic epic ionic) προσοράω look at pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) προσοράω look at pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροσόρατος — ἀπροσόρατος, ον (Α) [προσορώ] αυτός τον οποίο δεν τολμά κανείς να δει, φοβερός …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • ποθόρημι — Α (δωρ. τ.) προσορῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ὄρημι / ὅρημι, αιολ. τ. τού ρ. ὁρῶ] …   Dictionary of Greek

  • ποτοπτάζω — Α (δωρ. τ.) προσορῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. λ. ποτί) + ὀπτάζομαι «ορώμαι, φαίνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσοπτάζω — Α προσορῶ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀπτάζομαι «ορώμαι, φαίνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”